- ξόρκισμα
- το, -ατοςη ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξορκίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξόρκισμα — το [ξορκίζω] ξόρκι … Dictionary of Greek
ξεμέτρημα — το [ξεμετρώ] ξόρκισμα … Dictionary of Greek
ξορκισμός — ο [ξορκίζω] το ξόρκισμα … Dictionary of Greek
παραστιχίς — ίδος, ἡ, Α 1. (ιδίως για σύντομα ποιήματα ή στίχους) ό,τι είναι γραμμένο παραπλεύρως, στο πλάι, η ακροστιχίδα 2. (για μαγική συνταγή) ξόρκι, ξόρκισμα, εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στίχος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek